- διέκπλους
- ο (Α διέκπλους και διέκπλοος) [διεκπλέω]1. διάβαση πλοίου, διάπλευση2. λωρίδα θάλασσας που ενώνει δύο μεγαλύτερες θάλασσες, κανάλι, μπουγάζιαρχ.(για πολεμικές επιχειρήσεις) η διάσπαση τής εχθρικής γραμμής με επίθεση από τα νώτα.
Dictionary of Greek. 2013.